- ἁματροχάω
- ἁμα-τροχάω: see τροχάω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αματροχάω — ἁματροχάω (Α) (μόνο στη μετοχή ενεστώτα) ἁματροχόων αυτός που τρέχει μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα + τροχάω < τρέχω] … Dictionary of Greek
ἁματροχόωντα — ἁματροχάω run together pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) ἁματροχάω run together pres part act masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)